- πανδαμάτωρ
- παν-δαμάτωρ, ορος, ὁ, der alles Bändigende, der Allbezwinger, vom Schlaf; Herakles
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανδαμάτωρ — the all subduer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδαμάτωρ — ο, θηλ. πανδαμάτειρα, ΝΑ (κυρίως για τον χρόνο και τον ύπνο, αλλά και για δαίμονα, θεό, κεραυνό, καθώς και για την μοίρα) αυτός που δαμάζει, που υποτάσσει ή εξαφανίζει τα πάντα (α. «πανδαμάτωρ χρόνος», Βακχυλ. β. «οὐδέ μιν ὕπνος ᾕρει πανδαμάτωρ» … Dictionary of Greek
πανδαμάτορα — πανδαμάτωρ the all subduer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδαμάτορες — πανδαμάτωρ the all subduer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδαμάτορος — πανδαμάτωρ the all subduer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… … Dictionary of Greek
ГИПНОС — • Ύπνος, Somnus (от sopire), бог сна, сын Ночи (Νύξ), брат близнец Смерти (Θάνατος), с которой он живет в подземном мире. Ноm. Il. 16, 672, 14, 231. Hesiod. theog. 211. 758. Между тем как бессердечный и возбуждающий ужас даже в богах… … Реальный словарь классических древностей
DANAE — filia Acrisii, Regis Argiv. ex Eurydice, filia Lacedaemonis, qui cum oraculo monitus esset, fore, ut a nepote occideretur, filiam munitissimae turi inclusit: cuius amore captus Iuppiter in imbrem aureum se convertit, et per tegulas in puellae… … Hofmann J. Lexicon universale
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πετροκαταλύτης — ο, Ν αυτός που καταλύει ακόμη και τις πέτρες, ο πανδαμάτωρ («ο καιρός ο πετροκαταλύτης», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + καταλύτης (< καταλύω)] … Dictionary of Greek
(demǝ-), domǝ-, domǝ- — (demǝ ), domǝ , domǝ English meaning: to tame Deutsche Übersetzung: “zähmen, bändigen” Material: O.Ind. dümya ti “ is tamed; tamed “ (*dm̥̄ i̯eti), düm ta “ tamed “ (*dm̥̄ tós); Kaus. damáyati “tames, overmasters “ (*domei̯ō),… … Proto-Indo-European etymological dictionary